- ἐντευκτικός
- ἐντευκτικόςaffablemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εντευκτικός — ἐντευκτικός, ή, όν (Α) 1. ευπροσήγορος 2. ικετευτικός, παρακλητικός … Dictionary of Greek
ἐντευκτικόν — ἐντευκτικός affable masc acc sg ἐντευκτικός affable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντευκτικούς — ἐντευκτικός affable masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντευκτική — ἐντευκτικός affable fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντευκτικάς — ἐντευκτικά̱ς , ἐντευκτικός affable fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)